μαλλιαρίζω

μαλλιαρίζω
αμετ. бьпъ мальяристом (крайним димотикистом)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαλλιαρίζω" в других словарях:

  • μαλλιαρίζω — [μαλλιαρός] είμαι οπαδός τού μαλλιαρισμού, μιμούμαι τις γλωσσικές υπερβολές τών μαλλιαρών …   Dictionary of Greek

  • δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαρισμός — ο 1. παλαιότερη, σκωπτική ονομασία τών λογίων που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα με ακρότητες και υπερβολές, καθώς και το κίνημα για τη χρησιμοποίηση και την επιβολή τής δημοτικής σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής 2. οι γλωσσικές ακρότητες τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»